- βολβώδης
- -ες (Α βολβώδης, -ες) [βολβός]ο βολβοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βολβώδη — βολβώδης bulbous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βολβώδης bulbous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βολβώδης bulbous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολβώδεις — βολβώδης bulbous masc/fem acc pl βολβώδης bulbous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολχικό — Βολβώδης πολυετής πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), ιθαγενής της Ευρώπης· η επιστημονική ονομασία της είναι κολχικό το φθινοπωρινό (Colchicum autumnale). Ο βολβός έχει μέγεθος καρυδιού και χρώμα μελανωπό και μοιάζει… … Dictionary of Greek
βολβωδῶν — βολβώδης bulbous masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ανακόντα — (anaconda). Ερπετό της οικογένειας των βοϊδών (τάξη λεπιδωτά). Είναι ένα από τα μεγαλύτερα φίδια: το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει τα 7 μ. και το βάρος του τα 100 κιλά. Έχει χρώμα καστανό λαδοπρασινωπό, με μαύρες κηλίδες. Όπως και τα άλλα μεγάλα… … Dictionary of Greek
κόρσιον — και κόρσεον, τὸ (Α) η βολβώδης ρίζα τού υδρόβιου φυτού νυμφαία η αστεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βολβοφθαλμίδια ή γονοφθαλμίδια — Μικροί σαρκώδεις μασχαλιαίοι ή παράνθιοι οφθαλμοί, που παράγονται σε ιδιαίτερες περιπτώσεις από πολλά φυτά και είναι ικανοί, όταν αποχωριστούν, να αναπαραγάγουν αγενώς το φυτό, σχηματίζοντας προσωρινές ρίζες. Χαρακτηριστικά β. είναι τα υπομέλανα … Dictionary of Greek